ὑψιφοίτης

ὑψιφοίτης
ὑψιφοίτης
one who wanders
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υψιφοίτης — ὁ, Α 1. αυτός που πορεύεται στα ύψη, ὑψίπορος* 2. μτφ. υψηλόφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φοίτης (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. οὐρανο φοίτης] …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”